- ἀεξικέρως
- ἀεξι-κέρως, [full] ων, gen. ω,A growing horns,
κριός IG14.1301
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κριός IG14.1301
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αεξίκερως — ἀεξίκερως ( ω), ων (Α) (για τον κριό) μεγαλοκέρατος αρχ. σημ. τής λ. «που συντελεί στην ανάπτυξη τών κεράτων». [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀεξι * + κέρως < κέρας] … Dictionary of Greek
αεξι- — ἀεξι (Α) [ἀέξω] α συνθ. ποιητικών κυρίως λέξεων τής Αρχαίας, όπως ἀεξίβιος, ἀεξίγυιος ἀεξίκακος, ἀεξίκερως, ἀεξίνους, ἀεξίτοκος, ἀεξίτροφος, ἀεξίφυλλος, ἀεξίφυτος κ.λπ., στις οποίες προσδίδει την έννοια αυξήσεως, ενισχύσεως … Dictionary of Greek
κέρας — Οστεοειδής έκφυση στο κεφάλι διαφόρων θηλαστικών. Βλ. λ. κέρατα.(Γεωλ.) Κομμάτι του στερεού φλοιού του εδάφους, το οποίο απέμεινε ως προεξοχή όταν τα γύρω κομμάτια καταβυθίστηκαν. Τυπικό παράδειγμα γεωλογικού κ. είναι ο Ακροκόρινθος. Αν μόνο μία… … Dictionary of Greek